μοιρογράφω

μοιρογράφω
μοιρογράφω (Μ)
(για την τύχη) γράφω, προσδιορίζω τη μοίρα κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μοιρογράφημα — μοιρογράφημα(ν) και μοιρογράφισμα, τὸ (Μ) μοίρα, πεπρωμένο, γραφτό, το γραμμένο από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρογράφος, μέσω ενός αμάρτυρου *μοιρογραφῶ] …   Dictionary of Greek

  • μοιρόγραφτος — η, ο [μοιρογράφω] 1. προσδιορισμένος, γραμμένος από τη Μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιρόγραφτο το πεπρωμένο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”